κυκλοτερῆ

κυκλοτερῆ
κυκλοτερής
made round by turning
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κυκλοτερής
made round by turning
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κυκλοτερής
made round by turning
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • AVERNUS — lacus Campaniae, prope Baias, quem Plutoni dicatum et inferorum limen esle rudis vetustas credidit. Dictus quasi ἄορνος, h. e. avibus carens. Vide Aornus. Ita autem ab Aristotele in Admirandis describitur: Περὶ την` Κύμην την εν Ι᾿ταλία λίμνη… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAELUM — a caedo, Graece γλύφανον, apud Theocritum, qui poculum in certamine rustico depositum ita describit, Καὶ βαθὺ κιςςύβιον κεκλυσμένον ἀδἕι καρῷ Α᾿μφωὲς νεοτευχὲς, ἔτι γλυφάνοτο ποτόσδον Τῷ περὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κιςςούςτκτλ. Latine scalprum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EBUR — Veteribus multiplici in usu, in simulacris, quibus effingerent Deos. Hienim ut plurimum ex ebore, Ovid. Metam. l. 15. v. 792. Mille locis lacrimavit ebur Et de Arte Am. l. 1. v. 147. At cum pompe frequens caelestibus ibit eburnis. Seneca Thyeste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εγκυκλούμαι — ἐγκυκλοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. περιστρέφομαι με κυκλοτερή κίνηση 2. βγαίνω στη σκηνή τού θεάτρου με το εκκύκλημα 3. περιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • κυκλοτερής — ές (Α κυκλοτερής, ές) στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.). επίρρ... κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς) κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τερής (< τείρω «εξαντλώ»] …   Dictionary of Greek

  • περιηγής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται γύρω γύρω («Κυκλάδας περιηγέας» τις Κυκλάδες που τριγυρίζουν [τη Δήλο]», Καλλίμ.) 2. κυκλικός, στρογγυλός, καμπύλος (α. «περιηγέος λίμνης», Καλλίμ. β. «περιηγεῑς ἁψῑδες», Απολλ. Ρόδ. γ. «περιηγὲς τόξον», Διον. Περ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • περιξέω — ΝΜΑ 1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια 2. στιλβώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοεγκεφαλογραφία — Ακτινολογική απεικονιστική μέθοδος που βασίζεται στην αρχή της μαγνητικής αντήχησης του πυρήνα του ατόμου (nuclear magnetic resonance). Αν και οι βασικές μελέτες στον τομέα αυτό χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αι., η μ. πρωτοεμφανίστηκε τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”